- μελοποιῶν
- μελοποιέωmake lyric poemspres part act masc nom sg (attic epic doric)μελοποιόςmaker of songsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωδεκαμήχανος — δωδεκαμήχανος, ον (Α) 1. αυτός που χρησιμοποιεί δώδεκα τεχνάσματα 2. (για εταίρα) φρ. «ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης μελοποιῶν» συνθέτοντας μελωδίες ανάλογες με τις δώδεκα διαφορετικές στάσεις με τις οποίες η Κυρήνη εξυπηρετεί τους πελάτες της… … Dictionary of Greek
Ευφορίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Φτερωτός γιος του Αχιλλέα και της Ελένης, ο οποίος γεννήθηκε μετά τον θάνατό τους, στη Νήσο των Μακάρων. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του Δία, κεραυνοβολήθηκε από αυτόν ενώ βρισκόταν στη Μήλο. Ο Γκέτε χρησιμοποίησε… … Dictionary of Greek